- γόνδολα
- (gondola).Πλοιάριο με επίπεδο πυθμένα και ένα κουπί, χαρακτηριστικό της Βενετίας, όπου χρησιμοποιείται μόνο για τη μεταφορά ανθρώπων. Το κομψό σχήμα της σημερινής γ. καθιερώθηκε κατά τα μέσα του 19ου αι., έπειτα από διαδοχικές τροποποιήσεις που διήρκεσαν οκτώ αιώνες. Κατά τη διάρκεια του 16oυ και του 17oυ αι. οι γ. είχαν περίτεχνες διακοσμήσεις, σε σημείο ώστε η Γερουσία της Βενετίας ψήφισε νόμο που όριζε πως όλες οι γ. έπρεπε να έχουν μαύρο χρώμα και ελάχιστα μόνο κοσμήματα.
Η γ. μπορεί να έχει έως τέσσερις κωπηλάτες, γενικά όμως έχει έναν στην πρύμη, του οποίου το βάρος αντισταθμίζεται από το περίφημο σίδερο που έχει σχήμα χτένας και στολίζει την πλώρη. Το πλοιάριο αυτό που έχει συνήθως μήκος 11 μ. και πλάτος 1,5 μ., παρουσιάζει μια χαρακτηριστική ασυμμετρία σχετικά με το κάθετο μήκος του. Σκοπός της είναι η αύξηση της σταθερότητας της πλεύσης όταν οδηγείται από έναν μόνο κωπηλάτη (γονδολιέρη) με ένα μόνο κουπί, που χρησιμεύει τόσο για την προώθηση όσο και για την αλλαγή κατεύθυνσης.
Τυπική βενετσιάνικη γόνδολα· πρόκειται για ελαφρύ και κομψό πλοιάριο, που διευθύνεται συνήθως από έναν μόνο κωπηλάτη με ένα κουπί. Το βάρος του γονδολιέρη αντισταθμίζεται από το «σίδερο» που στολίζει την πλώρη.
* * *η1. βάρκα, μακρόστενη και αβαθής, με ένα κουπί στην πρύμνη, που χρησιμοποιείται στα κανάλια τής Βενετίας2. άμαξα για περίπατο3. ποτήρι με χαμηλή βάση.[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. < ιταλ. gondola, αβέβαιης ετυμολ. πιθ. < (δημ. λατ.) *condya < αρχ. κόνδυα, πληθ. τού κόνδυ «είδος ποτηριού»].
Dictionary of Greek. 2013.